- παντοκτίστης
- παντοκτίστης, ου, ὁ (πᾶς [*παντ], κτίστης) creator of the universe w. παντοκράτωρ Dg 7:2.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
παντοκτίστης — ὁ, ΜΑ ο κτίστης τών πάντων … Dictionary of Greek
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
παντοκτίστωρ — ορος, ὁ, Μ παντοκτίστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + κτίστωρ] … Dictionary of Greek